κεφαλικῶς

κεφαλικῶς
κεφαλικός
of
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • отъсѣчи — ОТЪСѢ|ЧИ (ЩИ) (113), КОУ, ЧЕТЬ гл. 1.Отрезать, отсечь: и ѿсѣкъше главѹ. СкБГ XII, 12в; рече же къ виноградьникѹ. се третиѥѥ лѣто || ѿнѥлѣже прихожю ища плода на нѥи [смоковнице] и не обрѣтаю ѿсѣци ю. да не како и землю ѹпражн˫аѥть. (ἔκκοψον) КЕ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κεφαλικός — ή, ό (ΑΜ κεφαλικός, ή, ον) [κεφαλή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο κεφάλι (α. «κεφαλική φλέβα» β. «κεφαλικός δείκτης» ο λόγος τού μέγιστου μήκους προς το μέγιστο πλάτος τής κεφαλής πολλαπλασιαζόμενος επί εκατό γ. «κεφαλικοὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”